«Όταν πρωτοκάπνισα χασίς νόμιζα ότι είχα κάνει μια ανακάλυψη»


Καταρχήν γεια σας και πολλά μπράβο για την εφημερίδα σας. Είμαι 18 και φέτος τελείωσα το Λύκειο. Γράφω πριν έρθουν τα αποτελέσματα αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι σκατά μιας και τα περισσότερα ήταν λευκές κόλλες. Γι' αυτό θέλω να μιλήσω. Για την αποτυχία μου. Για την κλωτσιά που έδωσα στις δυνατότητές μου και στην ευκαιρία να πετύχω σαν άνθρωπος. Από πολύ μικρός είχα δυνατότητες, τουλάχιστον έτσι μου λέγανε. Αλλά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είχα τη δυστυχία να παρακολουθήσω τον εαυτό μου να καταστρέφεται και να περιφρονεί όλες αυτές τις δυνατότητες σαν από κόντρα στους ανθρώπους που πίστευαν σε μένα.

Η κατρακύλα άρχισε στα 14 όταν έψαχνα να βρω αυτό το κάτι που θα με έκανε να γουστάρω, να λιώσω, να γίνω χάλια. Δεν ήταν δύσκολο. Όταν πρωτοκάπνισα χασίς νόμιζα ότι είχα κάνει μια ανακάλυψη. Ποιος μαλάκας να πίνει ξύδια όταν υπάρχει το χόρτο; Βάλε λίγο την γλύκα ότι ήταν παράνομο, τα πλακώματα με άθλια ρεμπέτικα background και εσύ να λιώνεις με το μαύρο. Καλή φάση δεν λέω. Στην αρχή ελάχιστα επηρέαζε την προσπάθειά μου στο σχολείο και στην οικογένειά μου. Στα 2 πρώτα χρόνια ήταν καλά, ήμασταν τα πιτσιρίκια και την βγάζαμε τσαμπέ αλλά στα 16 παίζουν και σφαλιάρες, οπότε αν ήθελες να πιεις έπρεπε να βρεις και τα φράγκα, αλλιώς χαρμάνης. Τα φράγκα παίζανε άλλες φορές, άλλες όχι. Εκεί άρχισα να γίνομαι απόμακρος και από τους γονείς μου και από το σχολείο.

Το να ψάχνω φράγκα να πάρω μαύρο με έδιωχνε αναγκαστικά από οτιδήποτε άλλο ήθελα να κάνω. Και μετά ξαφνικά το μαύρο δεν ήταν αρκετό. Καλοκαιράκι βλέπεις, 16 στα 17 και εμείς λιωμένοι από το black, (είχαμε και δουλειά σε μπαράκι οπότε παίρναμε πολύ μαύρο) παίζανε και μουνιά και εμείς είπαμε να το κυριλέψουμε λίγο, το μαύρο κοκκινίζει τα ματάκια και εμείς από τα πλακώματα ήμασταν όρθια ζόμπι. Τι σκατά ρε πούστη, τόσα λεφτά έχουμε, δουλεύουμε, να γίνουμε τίποτα άλλο, καιρός είναι.

Θυμάμαι εκείνη τη μέρα μας έκατσε κάτι καλό και βούτηξα 50 ευρώ από το ταμείο να συμπληρώσουμε να γίνουμε 2g κόκα. Έφαγα πολύ ξύλο από τον boss την άλλη μέρα, με έδιωξε και με έβαλε να του επιστρέψω πίσω 100 ευρώ για να μην πει τίποτα στην μάνα μου. 100 γαμημένα ευρώ για να μην μπει μέσα το κωλόμπαρο -σιγά το σκατομάγαζο δηλαδή. Σαν μαλάκας έψαχνα να τα δανειστώ. Μεγάλη κατρακύλα. Το καλοκαίρι την βγάζαμε κυρίως με xtacy ή τριπάκια. Ήταν πιο φτηνά από την κόκα, plus ότι παίζανε πολύ και σε παρτάκια που πηγαίναμε. Και η επόμενη χρονιά πέρασε πάνω-κάτω έτσι. Ούτε κουβέντα για μαθήματα. Ξεχάστηκε η λαχτάρα από το μυαλό μου να περάσω κάπου να γίνω ανεξάρτητος. Έχασα και την επαφή με τους γονείς μου, ανώδυνα και διακριτικά μεν, αλλά την έχασα. Και κάπως ήρθαν τα πράγματα και ένιωθα χαμένος, μόνος. Μια μέρα έφαγα πολλά και με τρέχανε. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ήμουν σίγουρος ότι θα πέθαινα. Όχι ότι θα πέθαινα βέβαια αλλά ήταν ο απόλυτος πανικός και η ψυχολογική κατάσταση που έγινε χειρότερα με τα χαρτόνια που με οδήγησαν σ' αυτό το συμπέρασμα.

Ήρθαν και οι εξετάσεις αλλά εγώ δεν το πήρα χαμπάρι. Και συνήθως δεν με νοιάζει κιόλας αλλά έρχονται κάποιες στιγμές, όπως αυτή που γράφω τώρα, που νιώθω πραγματικά σκατά. Χαμένος και αβοήθητος. Ξέρω ότι δεν υπάρχει πισωγύρισμα. Έχει κάτσει να πάρω και πρέζα μυτιά μερικές φορές.

Το θέμα είναι ότι πάντα ζητούσα αυτήν την διαφορετική εμπειρία, κάθε φορά και πιο ψηλά και σε μερικές καταστάσεις δεν έχεις τη δύναμη να πεις "Ωπ. Ως εδώ μάγκα. Γούσταρες αλλά πρέπει να δεις και τι άλλο υπάρχει στη ζωή σου πιο μετά". Τουλάχιστον εγώ δεν έχω τη δύναμη. Μπορεί να μην θέλω κιόλας. Αλλά σήμερα ήθελα να γράψω. Πρώτα για να τα διαβάσω εγώ και μετά οι άλλοι. Να είστε καλά.

 --rd05--


30.10.2005 Τεύχος #5