«Το μέταλ είναι μια ιδέα που
στην Ελλάδα την πληρώνεις ακριβά»

O Σάκης, τραγουδιστής των Rotting Christ, μιλάει για τη σημασία τού να ακολουθείς την ιδέα σου "όσο τιποτένια και να τη θεωρούν οι άλλοι".

 

Πόσο δύσκολο ήταν για ένα παιδί να φτιάξει μια μέταλ μπάντα το 1988; 
Πολύ δύσκολο... Καταρχάς, δεν υπήρχαν λεφτά, ήμασταν μια φτωχή οικογένεια στη Ν. Ιωνία. Εγώ για να πάρω την πρώτη μου κιθάρα αναγκάστηκα να κλέψω λεφτά από τη μάνα μου. Έβαλα τους γονείς μου να μαλώσουν. Η μάνα μου νόμιζε ότι τα λεφτά τα πήρε ο πατέρας μου -έγινε καβγάς. Τόση αγάπη είχα γι’ αυτό το πράγμα.
Πόσο χρονών ήσουν;
Ήμουν 16 και ο αδερφός μου 14. Εκείνος έμαθε να παίζει ντραμς στα μαξιλάρια. Σιγά-σιγά βρήκαμε ένα στούντιο, γράψαμε ένα ντέμο, ήρθαμε σε επαφή με άλλες μπάντες που έπαιζαν κι αυτές underground μέταλ και πήραμε κουράγιο.
Πώς ερχόσασταν σε επαφή;
Με ταχυδρομείο. Ανταλλάσσαμε ντέμο -όταν λέμε ντέμο, εννοούμε κάτι κακοφτιαγμένες κασέτες- με μπάντες από τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Αγγλία... Βρίσκαμε τις διευθύνσεις τους σε διάφορα φανζίν (σ.σ. μικρά περιοδικά) που κυκλοφορούσαν στην Αγγλία.
Κι εσείς πού βρίσκατε τα φανζίν;
Βάζαμε λεφτά μέσα σ’ έναν φάκελο -«κλεμμένα» συνήθως κι αυτά- και τα στέλναμε στη διεύθυνση του περιοδικού. Κι αυτοί μας το έστελναν. Είχε φτιαχτεί έτσι ένα ολόκληρο κύκλωμα -ένα πρώιμο Myspace!- από μπάντες που ανταλλάσσανε ντέμο. Πολλές μεγάλες μπάντες ξεκίνησαν έτσι: οι Paradise Lost, οι Morbid Angel, οι Mayhem... Ήταν τότε 17άρηδες.

Τι ακούσματα είχες εσύ τότε;
Άκουγα Bathory, Venom, Celtic Frost. Ήταν black metal μπάντες. Αλλά εμένα μου άρεσε πάντα να ψάχνομαι, να βρίσκω πιο underground πράγματα. Είχα γίνει συλλέκτης ντέμο. Έχω σπίτι μου τα πρώτα ντέμο των Darkthrone, που δεν ξέρω πόσοι άλλοι τα έχουν.
Πότε βγήκε ο πρώτος σας δίσκος;
Το 1990 με μια ελληνική εταιρεία.
Εξαρχής είχατε το όνομα Rotting Christ;
Ναι, εξαρχής. Ήταν λίγο ακραίο, αλλά ζούσαμε σε μια εποχή που ήταν λίγο κιτς και είχαμε ανάγκη για ακραία πράγματα. Το όνομα το γουστάραμε γιατί ενοχλούσε. Δεν ξέραμε βέβαια τι αντίκτυπο μπορούσε να είχε επαγγελματικά στο μέλλον.
Τι εννοείς;
Ήταν ένα όνομα που μας άνοιξε πόρτες, αλλά και μας έκλεισε.
Σας ακυρώσανε ποτέ συναυλία λόγω ονόματος;
Ναι, βέβαια, πολλές. Και πρόσφατα ας πούμε, οι Megadeth μάς ακύρωσαν μία συναυλία, γιατί δεν θέλανε να παίξουμε στο ίδιο φεστιβάλ με αυτούς. Αυτοί ήταν οι headliners. Μόλις ο τραγουδιστής τους είδε το όνομά μας στο lineup είπε «Μ’ αυτούς δεν παίζουμε!».
Χωρίς να έχει ακούσει μουσική σας;
Χωρίς. Αυτός έχει γίνει τώρα new-born Christian -είναι αυτή η μόδα που υπάρχει στην Αμερική. Προφανώς έχει κάψει το μυαλό του από τα πολλά ναρκωτικά που έπαιρνε και, ξέρεις, όσοι φεύγουν από τα ναρκωτικά, πάνε στο άλλο άκρο. Συνήθως έτσι γίνεται.
Να γυρίσουμε στον πρώτο σας δίσκο. Ποιος έγραφε τα κομμάτια;

Μουσική έγραφα πάντα εγώ. Τους στίχους τους έγραφε ο Δημήτρης, που ήταν τότε ο μπασίστας.
Είχε επιτυχία ο δίσκος;
Επιτυχία! (γελάει) Απλά μας έμαθαν και πέντε άνθρωποι εκτός από τους φίλους μας. Ήμασταν όμως τυχεροί. Δυο χρόνια μετά υπογράψαμε με μια γαλλική εταιρεία που έψαχνε νέο υλικό και μας έβγαλε εκτός Ελλάδας. Ήταν τρομερό πράγμα αυτό για μια ελληνική μπάντα. Βγαίνει λοιπόν ο δίσκος και μας λέει η εταιρεία «Ξεκινάτε περιοδεία στην Ευρώπη»! Εμείς δεν ξέραμε καν τι σημαίνει περιοδεία.
Στην Ελλάδα δεν είχατε κάνει;
Όχι βέβαια! Δυο-τρεις συναυλίτσες είχαμε κάνει όλες κι όλες: στο «Αν club», στο «Νext» και σε κάτι καταλήψεις σχολείων... Το πρόβλημα τότε στην Ελλάδα ήταν ότι δεν υπήρχε καμία μουσική παιδεία. Δεν υπήρχε κάπου να πατήσουμε. Οι συνομήλικοί μας, οι Σκανδιναβοί, είχαν κάποιες μπάντες πριν απ’ αυτούς. Εμείς δεν ξέραμε με ποιον να συζητήσουμε, να πούμε «Ρε Μήτσο, ρε Γιώργο, πώς είναι να κάνεις μια περιοδεία;». Πηγαίναμε στην Ευρώπη με τελείως κλειστά μάτια.
Και πώς ήταν;
Εντάξει, φάγαμε λίγο το κεφάλι μας, αλλά περάσαμε καλά. Ήταν μεγάλη ευκαιρία, ήμασταν η νέα γενιά του black metal. Διάλεξε η εταιρεία τρεις μπάντες: εμάς, τους Νορβηγούς Immortal και τους Καναδούς Blasphemy. Μας έβαλε σ’ ένα λεωφορείο και κάναμε περιοδεία 20 μέρες. Κάθε μέρα κι άλλη πόλη! Πήγαμε Γερμανία, Γαλλία, Δανία...

«Ένας πιτσιρικάς μού είπε κάποτε: ''Οι γονείς μου τσακωνόντουσαν και η μουσική σου μου κρατούσε συντροφιά''. Αυτό για μένα είναι μεγάλη επιβράβευση. Είναι δικαίωση για όλη μου τη ζωή ως τώρα»

Ήταν ό,τι ονειρευόσασταν;
Και ακόμα καλύτερο. Διότι στην αρχή υπήρχε κι ένας φόβος που σιγά-σιγά έφυγε. Βέβαια, κάναμε κι εμείς μερικές μαλακίες, ήπιαμε λίγες μπύρες παραπάνω...
Ο μύθος του ροκ σταρ;
Ναι, αυτό! Ήμασταν λίγο ανώριμοι, μας ήρθε ξαφνικά. Όταν είσαι 20 χρονών και από την Νέα Ιωνία βρίσκεσαι ξαφνικά στην Ευρώπη, είναι λογικό να ξεφύγεις.
Τρέχανε οι γκόμενες πίσω σας;
Εντάξει, γκόμενες παίζανε αλλά μη φανταστείς τρελά πράγματα. Αυτά που ακούγονται είναι πιο πολύ μύθος.
Μπροστά σε πόσο κόσμο παίζατε;
Σε κλαμπάκια παίζαμε, αλλά γεμίζανε.
Χρήματα σας άφησε αυτή η περιοδεία;
Όχι ρε! Εμείς παίζαμε για 7-8 χρόνια τζάμπα. Και γουστάραμε! Και αυτή είναι η συμβουλή μου -η μοναδική που μπορώ να πω στα παιδιά: Όταν παίζεις μέταλ, παίζεις για τη φανέλα, παίζεις για την ιδέα. Πώς αλλιώς θα ξεκινήσεις; Ακούω μερικούς πιτσιρικάδες που λένε «πόσα θα πάρω;» και τρελαίνομαι! Είσαι 17 χρονών, έχεις ένα χόμπι. Το χόμπι δεν πληρώνεται πάντα. Εμείς περάσαμε και πείνες, αλλά είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί έκανα αυτό που γούσταρα.
Πώς την έβγαζες; Πού έβρισκες λεφτά;
Κοίτα, εγώ είμαι ολιγαρκής. Μπορούσα να ζήσω και με μια μπουκιά φαΐ. Ξέρεις πόσο πασατέμπο έχω φάει; (γέλια).
Βοήθεια απ’ τους γονείς σου είχες;
Είχα, αλλά δούλευα κι εγώ. Έχω δουλέψει σε εργοστάσιο, σε οικοδομή...

Τι έκανες στην οικοδομή;
Σοβατζής... Αλλά ήξερα ότι όλα αυτά είναι περιστασιακά. Το όνειρό μου ήταν να κάνω τη μουσική τρόπο ζωής, το οποίο ήταν μεγάλο ρίσκο. Θυμάμαι να μαλώνω με τη μητέρα μου γιατί μου ‘λεγε συνέχεια «Γιατί δεν πιάνεις μια σταθερή δουλειά;». Και δεν μπορούσε να καταλάβει ότι εγώ έχω -πώς το λένε;- κόλλημα στο κεφάλι.
Και πότε άρχισες να ζεις από τη μουσική;
Αυτό άργησε πολύ, έγινε μετά το 2000. Ήμουνα πια 28 χρονών.
Πώς νιώσανε οι γονείς σου όταν σε είδαν να φεύγεις για περιοδεία στην Ευρώπη;
Εντάξει, εκεί συγκινήθηκαν κάπως, αλλά μέσα τους είμαι σίγουρος ότι λέγανε «Δεν μπορεί, κάποια στιγμή αυτό το παιδί θα βάλει μυαλό».
Μετά την περιοδεία τι έγινε;
Μετά το ένα έφερε το άλλο. Πήγαμε Μεξικό, πήγαμε και Βραζιλία που για μένα είναι η μητρόπολη του underground μέταλ.
Δίσκους συνεχίζατε να βγάζετε;
Ναι, αλλά με περιπέτειες. Φύγαμε απ’ τη γαλλική εταιρεία και πήγαμε σε μια ελληνική, αλλά δεν ήμασταν ευχαριστημένοι απ’ τη διανομή. Οπότε αποφασίζουμε κάτι τρελό: να πάρουμε το αμάξι και να πάμε απ’ την Αθήνα σε όλη την Ευρώπη για να δίνουμε το ντέμο μας face to face σε κάθε εταιρεία. Κάναμε περιοδεία το ντέμο! Αφήσαμε τηλέφωνο και φαξ, γυρίσαμε Αθήνα και περιμέναμε. Και ευτυχώς μας παίρνει τηλέφωνο η Century Media, μια μεγάλη γερμανική εταιρεία, και υπογράφουμε συμβόλαιο για 10 χρόνια.
Οικονομικά τι σήμαινε αυτό για εσάς;

Τίποτα. Λεφτά απ’ τους δίσκους δεν παίρναμε. Τι κάνουν βλέπεις οι εταιρείες; Όταν κάνεις μια περιοδεία, σου βάζουν π.χ. τα αεροπορικά εισιτήρια, αλλά στα παίρνουν μετά απ’ τις πωλήσεις των δίσκων. Για κάθε αντίτυπο του δίσκου εμείς παίρναμε μισό ευρώ, άντε ένα στην καλύτερη. Αν λοιπόν είχαμε κάνει έξοδα στις περιοδείες 20.000 ευρώ, θα ‘πρεπε να πουλήσουμε 20.000 δίσκους για να πατσίσουμε. Οπότε για δέκα χρόνια δεν πήραμε δραχμή!
Πώς πήγαιναν οι δίσκοι σας;
Απ’ όσο ξέρουμε, καλά. Αλλά είναι πολύ σχετικά τα νούμερα που δίνουν οι εταιρείες, γιατί μπλέκονται πολλά licence, πολλές τοπικές τιμές ανάλογα με τη χώρα. Ποτέ δε μαθαίνεις τις πωλήσεις στην ουσία. Πάντως στην Ευρώπη το «Dead Poem» πούλησε πάνω από 50.000 αντίτυπα.
Κι εσείς από πού βγάζατε χρήματα τότε;
Από τις συναυλίες. Συνολικά ως τώρα έχουμε κάνει περίπου 700 συναυλίες. Φέτος μόνο, θα φτάσουμε τις 200.
Έχετε μάνατζερ;
Όχι, τα κλείνω όλα μόνος μου. Συνεργάζομαι όμως με έναν Πολωνό ατζέντη, που έχει ένα ειδικό λεωφορείο για τουρ.
Τι εννοείς ειδικό λεωφορείο;
Είναι ένα διώροφο το οποίο έχει μέσα 20 κρεβάτια. Είναι σαν ένα κινητό σπίτι. Συνήθως μπαίνουμε εκεί μέσα τρεις μπάντες. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βγαίνει κάτι από τις συναυλίες, γιατί γλιτώνουμε ξενοδοχεία, οδοιπορικά, φασαρία. Άσε που κοιμάσαι και ταξιδεύεις. Πέφτεις για ύπνο στη Σόφια και ξυπνάς στο Βουκουρέστι.


A ROTTING BIOGRAPHY

Οι Rotting Christ ιδρύθηκαν το 1988 στην Αθήνα, όταν τα μέλη τους ήταν 16 χρονών.

Αποτελούνται από τον Σάκη Τόλη (κιθάρα, φωνή), τον Θέμη Τόλη (ντραμς), τον Ανδρέα Λάγιο (μπάσο) και τον Γιώργο Μπόκο των Nightfall (κιθάρα).

Επηρεασμένοι από black metal συγκροτήματα όπως οι Venom και οι Celtic Frost, κατάφεραν με το χρόνο να γίνουν μια από τις πιο καλές και γνωστές black metal μπάντες της Ελλάδας.

Tο 1993 έκαναν την πρώτη τους παγκόσμια περιοδεία (την «Fuck Christ Tour») μαζί με μεγάλα ονόματα του black metal, όπως οι Immortal και οι Blasphemy. Από τότε έχουν συμμετάσχει σε δεκάδες φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο και έχουν παίξει σε όλα σχεδόν τα σημεία της γης: από Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Η.Π.Α, Μολδαβία, Περού, Μεξικό, Βραζιλία, Κολομβία, Τουρκία μέχρι και... Σιβηρία.

Το «αντιχριστιανικό» όνομά τους Rotting Christ τους έχει δημιουργήσει αρκετές φορές προβλήματα. Το Νοέμβριο του 1999 στις Η.Π.Α ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός Gary Bauer τους επιτέθηκε δημόσια, χαρακτηρίζοντας τους (ανάμεσα σε άλλα) και «Αντι-Καθολικούς». Ο τραγουδιστής τους, ο Σάκης, έκανε την εξής δήλωση: «Ζώντας σε (υποτιθέμενη) δημοκρατία, έχω την εντύπωση ότι όλοι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε κριτική στις θρησκείες αν το θέλουμε. Εμείς απλά πιστεύουμε ότι είναι σάπιες (rotting). Αυτό δε σημαίνει ότι κάνουμε σταυροφορία υπέρ του Σατανά».

Έχουν κυκλοφορήσει ως τώρα 16 δίσκους και EP. Το πρώτο τους EP κυκλοφόρησε το 1988 με τίτλο «The other side of life» και το τελευταίο τους αλμπουμ, «Theogonia», τον Ιανουάριο του 2007.

Έχετε παίξει σε όλες τις ηπείρους;
Σε όλες εκτός από Αφρική. Είχαμε μια πρόταση να παίξουμε στην Αίγυπτο, αλλά μάθαμε από κάτι φίλους ότι πριν λίγα χρόνια σε μια heavy metal συναυλία πήγε η αστυνομία, συνέλαβε τους μουσικούς και τους έβγαλε τα νύχια!
Σοβαρά;!
Ναι, πέσανε σε ακραίους μουσουλμάνους.
Ποιο είναι το πιο απίθανο μέρος που έχετε παίξει;
Τι να σου πω; Έχουμε παίξει στον Αμαζόνιο, στην Κολομβία, στη Σιβηρία...
Στη Σιβηρία; Πού;
Σε μια πόλη στην κεντρική Σιβηρία, στο Τομσκ. Είναι πέντε ώρες με το αεροπλάνο απ’ τη Μόσχα. Κάποιοι διοργανωτές εκεί σκέφτηκαν να μας καλέσουν.
Και πώς ήταν η Σιβηρία;
Να σου πω την αλήθεια, απ’ την κούραση δεν καταλάβαινα και πολλά. Πολλοί λένε «Πω πω, περιοδεία, ταξιδάκια, θα περνάς γαμάτα!». Δεν προλαβαίνω να περάσω γαμάτα. Γαμάτο είναι μόνο το δίωρο της συναυλίας. Όπου ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι είσαι σε μια σκηνή στην άκρη του κόσμου και παίζεις. Αυτό είναι όλη η ηδονή.
Με το κοινό εκεί έρχεσαι σε επαφή;
Εννοείται. Μιλάμε, ανταλλάσσουμε διευθύνσεις... Νιώθω ότι είμαι ακόμα οπαδός, δηλαδή ποτέ δεν καβάλησα το καλάμι -έτσι θέλω να πιστεύω τουλάχιστον. Δεν ένιωσα ποτέ ανώτερος απ’ τον άλλον, επειδή παίζω σε συναυλία. Εγώ τιμώ τα παιδιά που έρχονται να με δουν, είτε είναι 5 είτε 500 είτε 5.000.
Ποιο είναι το ωραιότερο σχόλιο που σου έχουν κάνει;
Τι να σου πω τώρα; Πολλά... Ένας πιτσιρικάς μού είπε κάποτε: «Οι γονείς μου τσακωνόντουσαν και η μουσική σου μου κρατούσε συντροφιά». Αυτό για μένα είναι μεγάλη επιβράβευση. Είναι δικαίωση για όλη μου τη ζωή ως τώρα.
Έχεις νιώσει ποτέ περιθωριακός;
Πολλές φορές. Όταν είσαι ένας άνθρωπος που δεν έχει στην ουσία δουλειά, δεν έχει ένσημα, δεν έχει ασφάλεια, δεν έχει τίποτα... ε, κάποια στιγμή νιώθεις περιθωριακός. Σκέφτεσαι «Εγώ τι κάνω σ’ αυτή τη ζωή;». Αλλά συνεχίζεις για την ιδέα, όσο τιποτένια και να τη θεωρούν οι άλλοι. Ειδικά το μέταλ είναι μια ιδέα που στην Ελλάδα την πληρώνεις ακριβά.
Το μετάνιωσες ποτέ;
Ποτέ. Εγώ σ’ αυτά είμαι ιδεαλιστής, είμαι και στραβό κεφάλι.
Σήμερα τι σ’ ενοχλεί απ’ αυτά που βλέπεις γύρω σου;
Αυτά που με ενοχλούσαν και όταν ήμουν πιτσιρικάς. Με ενοχλεί ο συντηρητισμός του Έλληνα. Ότι δεν αφήνει το παιδί του ελεύθερο, ότι το πιέζει να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο δρόμο.

«Το μέταλ κοινό είναι το μοναδικό κοινό, το οποίο δεν έχει σύνορα. Είναι απίστευτο ότι καταλαβαίνεις αμέσως έναν μεταλά στο δρόμο, είτε είσαι στην Τουρκία είτε στη Νορβηγία.»

Εγώ ήμουν τυχερός, οι γονείς μου γκρινιάξανε αλλά δε με σταμάτησαν. Αλλά βλέπω σήμερα, στα 35 μου, παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς να ‘χουν νιώσει εφηβεία. Κι ενώ πιάσανε δουλειά, κάνανε οικογένεια, αρχίζουν ξαφνικά στα 35 να κάνουν τη ζωή του εφήβου. Και τους βλέπεις να ξενυχτάνε στα μπαράκια, να μεθάνε, να ψάχνουν για γκόμενες... Είναι τραγικό, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του. Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει οικογένεια όταν έχει χορτάσει.
Έσύ έχεις χορτάσει;
Εγώ είμαι λίγο αχόρταγος ρε γαμώτο. Ή μάλλον, όχι αχόρταγος, ανήσυχος...
Στο σχολείο ήσουν καλός μαθητής;
Καλός ήμουν. Έδωσα Πανελλαδικές, πέρασα Τουριστικές Επιχειρήσεις. Έκατσα έξι μήνες, πέρασα όλα τα μαθήματα του εξαμήνου και μετά λέω «Τι κάνω εγώ εδώ;» κι έφυγα.
Μέταλ σε ποια ηλικία άκουσες πρώτη φορά;
Στα 13 μου. Iron Maiden και Motorhead. Με άγγιξε αμέσως. Έπεφτα να κοιμηθώ και περίμενα πώς και πώς να ξυπνήσω για ν’ ακούσω μουσική.
Γιατί όμως μέταλ και όχι πανκ, ξέρω γω;
Και η πανκ μου άρεσε, αλλά το μέταλ έβρισκα ότι είναι πιο ποιοτική σαν μουσική. Με ταξίδευε πιο πολύ.
Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στους Έλληνες και τους ξένους μεταλάδες;
Καμιά διαφορά. Το μέταλ κοινό είναι το μοναδικό κοινό, το οποίο δεν έχει σύνορα. Είναι απίστευτο ότι καταλαβαίνεις αμέσως έναν μεταλά στο δρόμο, είτε είσαι στην Τουρκία είτε στη Νορβηγία.
Απ’ τον τρόπο που ντύνεται;
Όχι μόνο. Κι απ’ τον τρόπο που μιλάει, ακόμα κι απ’ τον τρόπο που προχωράει.
Κάτσε ρε Σάκη! Πώς προχωράει δηλαδή;
(γελάει) Οι μεταλάδες, ρε παιδί μου, έχουν 

ένα πιο βαρύ περπάτημα... Έχουν τον αέρα του επαναστάτη, του τσαμπουκαλεμένου, πώς να στο πω...
Είναι πάντως και λίγο μόδα όλο αυτό...
Δε θα ‘λεγα μόδα. Είναι ας πούμε μια μαζικοποίηση. Αλλά ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να ανήκει κάπου. Και στο μέταλ είναι πολύ έντονο αυτό, υπάρχει οπαδισμός. Γι’ αυτό μου αρέσει.
Τι απαντάς? σε αυτούς που σας κατηγορούν ότι οι μεταλάδες είστε λίγο... βρώμικοι; (γέλια) 
Καλά, αυτή η φήμη βγήκε τη δεκαετία του ‘80. Εμείς μπορεί να ξεκινήσαμε έτσι, αλλά συνεχίσαμε πολύ πιο... καθαρά. Ή λένε, ας πούμε, ότι πέφτει ξύλο στις συναυλίες. Οι μέταλ συναυλίες είναι πολύ πιο ασφαλείς από άλλες συναυλίες οποιασδήποτε μουσικής.
Μετά από 100 χρόνια πιστεύεις ότι θ’ ακούγεται κανένα κομμάτι των Rotting Christ;
Θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Θα τρίζανε τα κόκαλά μου απ’ τη χαρά.
Έχεις κάνει πάντως αυτή τη σκέψη;
Ασφαλώς και την έχω κάνει. Αυτό είναι το μεγαλύτερό μου όνειρο σαν συνθέτης: να αφήσω κάτι που να μείνει. Ξέρω, βέβαια, ότι είναι ματαιόδοξο.
Ελληνική μουσική ακούς;
Δεν τρελαίνομαι, αλλά μ’ αρέσουν κάτι ηπειρώτικα, κάτι μακεδονίτικα.
Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης σου αρέσουν;
Είναι πολύ έντεχνοι για μένα. Αν και συνθετικά, καταλαβαίνω την αξία τους.
Εσύ γράφεις με νότες;
Όχι, ποτέ. Δεν έχω μάθει νότες. Τίποτα δεν έχω μάθει στη ζωή μου, δεν έχω πάρει δίπλωμα από πουθενά.
Ούτε lower στ’ αγγλικά δεν έχεις πάρει;
Τίποτα! Ούτε δίπλωμα οδήγησης δεν έχω. Κυκλοφορώ με ποδήλατο.

Για τη θρησκεία ποια είναι η γνώμη σου;
Πιστεύω ότι η θρησκεία είναι ό,τι χειρότερο έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος για να καλύψει τις ανασφάλειές του. Πιστεύω ότι σε 200 χρόνια και σε 300 θα μιλάνε για θρησκείες οι ιστορικοί και θα γελάνε.
Μιλάς για τη χριστιανική θρησκεία;
Μιλάω για οποιαδήποτε θρησκεία. Και δεν έχω πρόβλημα με αυτά που μου λένε, έχω πρόβλημα που πάνε να μου επιβάλουν αυτά που λένε.
Πηγαίνεις ποτέ στην εκκλησία; Χριστούγεννα, Πάσχα;...
Πάω το Πάσχα απ’ έξω, να δω που γίνεται τζερτζελές.
Λες ποτέ τη φράση «Ωχ, Θεέ μου»;
«Ωχ, μάνα μου» λέω.
Πρότυπα στη ζωή σου έχεις;
Εμένα τα πρότυπά μου είναι απ’ τον χώρο της μουσικής. Ο Λέμι, ας πούμε, των Motorhead είναι 60 χρονών και δεν είναι απλά ένας μουσικός, είναι τρόπος ζωής. Μπορεί να φαίνεται άστατος, άναρχος τρόπος ζωής, αλλά είναι και συγκροτημένος για να έχει φτάσει εκεί που έχει φτάσει. Το να είσαι 60 χρονών και να είσαι ακόμα λίγο παιδί, είναι μεγάλη υπόθεση... Είχα δει κάποτε έναν μπλουζίστα στον Λυκαβηττό που μια μέρα μετά τη συναυλία, πέθανε. Πρέπει να ‘ταν 80 χρονών. Κι ο άνθρωπος είχε έρθει από την Αμερική στην Ελλάδα για να παίξει. Τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος; Λεφτά; Δόξα; Τίποτα, ήρθε απλά και έπαιξε. Εγώ συγκινήθηκα. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Δε θυμάμαι πώς λεγότανε, αλλά αυτός ο γεράκος των 80 χρονών που ήταν στη σκηνή και τον περίμενε απ’ έξω το ΕΚΑΒ για ώρα ανάγκης, είναι για μένα ένα μεγάλο πρότυπο.
Να ένας ωραίος τρόπος να πεθάνεις!
Μπράβο, ναι! Πάνω στη σκηνή. Και να γράφει μετά στον τάφο σου «Πέθανε επί σκηνής».

THE END