ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 2008


 Συνέντευξη με μια κουκουλοφόρο 

Για μένα η Άνοιξη ήρθε
τον Δεκέμβρη

 

Η Νεφέλη είναι 19 χρονών και σπουδάζει μουσική. Τον Δεκέμβρη του 2008 φορούσε κουκούλα και πετούσε πέτρες.
Ήταν η ώρα της «δημιουργικής καταστροφής», όπως λέει η ίδια.

 Από πολύ μικρή ένιωθα ότι κάτι είναι λάθος στον κόσμο. Στην Α΄ Λυκείου έπαθα μια «κρίση». Κάναμε Αρχαία και η μισή τάξη κλασικά κοιμόταν. Εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο και σκεφτόμουνα διάφορα πράγματα: Γιατί είμαι εδώ αυτή τη στιγμή; Γιατί πρέπει να κάθομαι σε αυτή την άβολη καρέκλα; Γιατί πρέπει να ακούω αυτό το βαρετό μάθημα; Και ξαφνικά μου τη βιδώνει, σηκώνομαι πάνω και αρχίζω να πετάω ό,τι ήταν γύρω μου. Φύγανε βιβλία, καρέκλες, θρανία… Φώναζα στους συμμαθητές μου: «Ρε παιδιά ξυπνήστε! Πού είμαστε; Τι κάνουμε εδώ;». Ο καθηγητής είχε φρικάρει, τα παιδιά είχαν μείνει άναυδα. Υπήρχαν κοπέλες που κλαίγανε. Ήταν ένα παραλήρημα που κράτησε δυο-τρία λεπτά. Από την ένταση κόντευα να λιποθυμήσω. Μετά από αυτό η μάνα μου ήθελε να με πάει σε ψυχολόγο.
 Δεν θα ’λεγα ότι έχω «εκρήξεις». Ίσως να σκέφτομαι λίγο εκκεντρικά. Δεν θέλω όμως να χάσω κομμάτια του εαυτού μου μόνο και μόνο για να προσαρμοστώ σε αυτόν τον χαμογελαστό κόσμο.
 Στην Γ΄ Λυκείου κατέβηκα για πρώτη φορά σε πορεία. Πήγα από περιέργεια, δεν ήξερα καν γιατί γινόταν η πορεία. Μου άρεσε όμως το συναίσθημα ότι είχε βγει στον δρόμο όλος αυτός ο κόσμος. Η πορεία προχωρούσε κανονικά, ήσυχη, χωρίς επεισόδια. Και ξαφνικά, κάπου στη Μεγάλη Βρετανία, ένας μπάτσος αρχίζει να βρίζει και να πέφτουν βροχή τα δακρυγόνα. Έτσι στο άκυρο! Αρχίζουμε να τρέχουμε, η πορεία διαλύεται. Γυρνάω το βράδυ σπίτι μου, ανοίγω την τηλεόραση και

και ακούω: «Επεισόδια στην Αθήνα – αναρχικοί επιτέθηκαν στα ΜΑΤ – ζημιές στις περιουσίες αθώων πολιτών». Τότε συνειδητοποίησα πρώτη φορά ότι οι «ειδήσεις» της τηλεόρασης μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
 Όταν τέλειωσα το σχολείο, ένιωσα ότι αρχίζει η ζωή μου. Μπορούσα πια να κάνω ό,τι ήθελα, να βγάλω από μέσα μου ό,τι δημιουργικό είχα – π.χ. στη μουσική – χωρίς την καταπίεση του σχολείου. Ένιωθα βέβαια μόνη, πολύ μόνη.
 Ο αναρχικός χώρος ήταν για μένα η ανακάλυψη ότι αυτά που σκέφτομαι και νιώθω δεν είναι κάτι άκυρο. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που τα σκέφτονται και υπάρχει μια ολόκληρη ιδεολογία από πίσω που λέγεται αναρχία.
 Με βοήθησε πολύ ένα βιβλίο, το «Είμαστε παντού». Είναι η ιστορία του ελευθεριακού – αυτόνομου κινήματος. Είναι προσωπικές ιστορίες ανθρώπων από όλο τον κόσμο, σαν ημερολόγια. Εκεί συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν άνθρωποι που οργανώνονται μόνοι τους και φτιάχνουν μικρές κοινότητες χωρίς κάποιος να το παίζει αρχηγός ή εκπρόσωπος. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μεγάλη κλίμακα. Είναι ουτοπία η αναρχική κοινωνία σε μια πόλη ή σε μια χώρα. Ίσως να είναι και κόντρα στη φύση του ανθρώπου. Σε μικρή κλίμακα όμως μπορεί να είναι κάτι πολύ ωραίο, με σεβασμό, με φαντασία, με δράση. Το έχω ζήσει.
 Στις συνελεύσεις που κάνουμε στο Πολυτεχνείο μαζεύονται πολλές ομάδες. Μπορεί να είναι αναρχικοί, αριστεροί, ό,τι θέλεις. Ο καθένας εκπροσωπεί τον εαυτό του. Λέει τις σκέψεις του, τον ακούμε, αποφασίζουμε. Βάζουμε συνήθως ένα θέμα επίκαιρο - να κάνουμε, ας πούμε, μια πορεία αλληλεγγύης για την Κωνσταντίνα Κούνεβα – και ξεκινάμε: Πώς θα είναι η πορεία; Ειρηνική; Συγκρουσιακή;

Ποιοι θα είναι στην περιφρούρηση; Περιφρούρηση δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες αλυσίδες. Αν δούμε κάποιον περίεργο να τραβάει φωτογραφίες, κάποιος πρέπει να πάει να τον ρωτήσει «Τι κάνεις; Τι είσαι;». Ή αν γίνει χτύπημα από τους μπάτσους, αυτοί που είναι περιφρούρηση θα απασχολήσουν τους μπάτσους για να φύγουν οι υπόλοιποι.
 Στην αρχή ενθουσιάστηκα με τον αναρχικό χώρο. Νόμιζα ότι θα είναι ιδανικός. Δυστυχώς, πέρα από απίστευτα μυαλά με τρομερές ιδέες, είδα ότι υπάρχουν κι εκεί εγωισμοί και συμφέροντα και μαλάκες... Άνθρωποι με ανυπομονησία, με υπερβολή, με τη νοοτροπία «δεν μπορώ άλλο, έτσι νιώθω τώρα, έτσι θέλω να γίνει». Υπάρχουν ομάδες που η μία μισεί την άλλη. Αυτά πριν τον Δεκέμβρη. Μετά τον Δεκέμβρη όλες αυτές οι ομάδες ήρθαν πιο κοντά.
 Το Σάββατο που σκότωσαν τον Αλέξη, εγώ ήμουν με φίλους στου Ζωγράφου. Και μας παίρνουν τηλέφωνο και μας λένε ότι έπεσαν πυροβολισμοί στα Εξάρχεια. Νομίζαμε ότι είναι πλαστικές σφαίρες. Ξέραμε ότι τον τελευταίο καιρό είχανε αυξηθεί οι εκφοβισμοί - εκεί που καθόσουνα ωραίος στον πεζόδρομο εμφανιζόταν μια διμοιρία και άρχιζε το κυνηγητό. Πέντε λεπτά μετά μας ξαναπαίρνουν και μας λένε ότι δεν ήταν πλαστικές οι σφαίρες, ήταν κανονικές, υπάρχει νεκρός. Στις 9 ανεβαίνει στο indymedia η πρώτη δημοσίευση που το επιβεβαιώνει.
 Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Αρχίζουμε να κατεβαίνουμε όλοι Εξάρχεια. Στο Πολυτεχνείο γίνεται η πρώτη συνέλευση. Υπήρχε μια βουβαμάρα περίεργη. Συνήθως στις συνελεύσεις έρχονται 300 άτομα. Εκεί ήταν 1000 και η ώρα ήταν ακόμα 10. Θυμάμαι τους φίλους του Αλέξη, ήταν εκεί και κλαίγανε, όπως έκλαιγε πολύς κόσμος. Ήταν σαν να μας σκότωσαν τον μικρό αδερφό.

ΦΩΤ: Συμέλα Παντζαρτζή / ΑΠΕ

 Τον Αλέξη τον ήξερα φατσικά. Τον είχα δει σε κάποιες πορείες, σε κάποιες μεγάλες συνελεύσεις. Δεν ερχόταν συχνά.
➔ Το ερώτημα που υπήρχε στον αέρα ήταν «τι κάνουμε τώρα;». Και εκεί αρχίζουν να πετάγονται διάφορες βλακείες. Κάποιοι λέγανε να μη βιαστούμε, να περιμένουμε τη Δευτέρα για να κατέβουν σύντροφοι από τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα… Άλλοι από αριστερά κόμματα θέλανε τη Δευτέρα για να το οργανώσουν σε μεγάλη πορεία, προφανώς επειδή είχαν συμφέροντα κομματικά. Άλλοι λέγανε «όχι, τώρα πρέπει να κάνουμε κάτι». Σημασία έχει ότι όσο εμείς διαφωνούσαμε, έξω στους δρόμους γινόταν χαμός. Ο κόσμος κατέβαινε χιλιάδες και η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Είχε ήδη γίνει το πρώτο βήμα αυτού που αργότερα ονομάστηκε «εξέγερση», γιατί δεν μπορούσε να κρατηθεί από κανέναν.
➔ Αυτό που έζησα εκείνη τη νύχτα δεν περίμενα ποτέ να το ζήσω. Άλλοτε ήμασταν μέσα στο Πολυτεχνείο, αποκλεισμένοι από τους μπάτσους, άλλοτε στους δρόμους με διμοιρίες να μας κυνηγάνε. Δεν καταλαβαίναμε όμως τίποτα – ούτε από δακρυγόνα, ούτε από κούραση, ούτε από ξύλο. Υπήρχε κάτι εσωτερικό που έπρεπε επιτέλους να βγει. Όλη αυτή η καταπίεση που έχεις φάει στη ζωή σου, που για μένα ήταν το σχολείο, για κάποιον μεγαλύτερο ήταν η δουλειά του… Γι’ αυτό βγήκε με τόση ένταση.

➔ Η πρώτη φορά που πέταξα πέτρα στη ζωή μου ήταν τότε. Νομίζω για πολλούς ήταν η πρώτη φορά. Ήταν συγκινητικό να βρίσκεσαι με τόσους ανθρώπους γύρω σου – από παιδιά 15 χρονών μέχρι γέρους. Θυμάμαι να είμαστε στα οδοφράγματα στην Πατησίων και ένας μεγάλος κύριος, ασπρομάλλης, να μου λέει «μην πηγαίνεις κορίτσι μου από εκεί, μπορεί να υπάρχουν ασφαλίτες πίσω από τις κολόνες». Ήταν τρομερό. Ένιωσα ότι αυτός παλεύει για αυτό το πράγμα σε όλη του τη ζωή, ανήκει στην τελευταία ίσως γενιά και συμβουλεύει εμάς που είμαστε στο ξεκίνημα πώς να προχωρήσουμε. Υπήρχαν και σουρεαλιστικά σκηνικά. Ακούω τον πατέρα ενός φίλου μου να του λέει «πρόσεχε, παιδί μου, πώς ανάβεις το μπουκάλι, θα καείς!».
 Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου. Την Κυριακή το πρωί μαζευόμαστε πάλι στο Πολυτεχνείο και αποφασίζουμε να πάμε στη ΓΑΔΑ. Το πλάνο ήταν να πάμε και να τα κάνουμε όλα λίμπα. Στη ΓΑΔΑ βέβαια μπορεί να μη φτάσαμε, αλλά η διαδρομή στην Αλεξάνδρας ήταν καταπληκτική. Έβλεπες ξαφνικά όλους αυτούς τους ανθρώπους – μιλάμε για χιλιάδες άτομα κουκουλωμένα – να παίρνουν πέτρες και να σπάνε τα πάντα. Τα πάντα! Αντιπροσωπείες, καταστήματα, τράπεζες, αυτοκίνητα… Εγώ όχι, δεν έσπασα βιτρίνες. Ό,τι πέτρες πέταξα, τις πέταξα στους μπάτσους.

 Ήμουνα μπροστά-μπροστά στην πορεία. Απ’ τα πολλά δακρυγόνα και τον καπνό δεν έβλεπες στα 5 μέτρα. Δεν ήξερες ποιοι είναι γύρω σου και πού είναι τα ΜΑΤ. Ήταν ένα μικρό χάος. Αλλά δεν με τρόμαζε, είχα πολλή αδρεναλίνη. Με θυμάμαι να τρέχω, να κάνω σλάλομ ανάμεσα στις πέτρες που πετάγανε οι μπάτσοι. Ναι, και οι μπάτσοι πετάγανε πέτρες.
 Λίγο πριν τη ΓΑΔΑ μας διαλύουνε και φεύγουμε προς το Λυκαβηττό. Τρέχαμε μέσα στα στενά σαν τα ποντίκια. Να βλέπεις σ’ ένα σταυροδρόμι 100 άτομα να έρχονται προς τη μια μεριά, άλλα 100 να έρχονται από την αντίθετη και τελευταία στιγμή να στρίβουν για να μη συγκρουστούν. Και πίσω τους οι μπάτσοι! Ήταν λίγο σαν καρτούν. Το αίμα βέβαια ήταν πραγματικό. Πολλά παιδιά φεύγανε με ανοιγμένα κεφάλια.
 Το μεσημέρι γυρίσαμε στο Πολυτεχνείο. Η αναμπουμπούλα και το κυνηγητό συνεχίστηκαν μέχρι τα ξημερώματα. Τη Δευτέρα το πρωί έφυγα για να πάω σπίτι μου να κοιμηθώ. Ήμουν 48 ώρες άυπνη. Και έχασα δυστυχώς τον μεγάλο χαμό της Δευτέρας. Παρόλα αυτά οι εικόνες που είδα μετά ήταν συγκλονιστικές. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι πιο όμορφο από το χριστουγεννιάτικο δέντρο να καίγεται. Αυτό το χαζοχαρούμενο σύμβολο του καταναλωτισμού.

 Όχι, δεν λυπάμαι το Πλαίσιο, τις τράπεζες και τις αντιπροσωπείες που κάηκαν. Όλοι αυτοί βγάζουν εκατομμύρια. Εντάξει, βγάλανε λιγότερα εκείνες τις μέρες, τι να κάνουμε; Λένε στην τηλεόραση για τα «μικρομάγαζα». Κατ’ αρχάς, στην Ερμού και στη Βουκουρεστίου δεν υπάρχουν μικρομάγαζα - είναι από τους πιο ακριβούς δρόμους στην Ευρώπη. Αλλά ακόμα και για τα μικρομάγαζα δεν λυπάμαι. Η αγωνία τους όλη ήταν «πώς θ’ ανοίξουμε τα Χριστούγεννα, πώς θα πληρώσουμε τα χρέη;». Κοιτάζουν μόνο τη ζωούλα τους. Δεν τους νοιάζει αν ο άλλος πεθαίνει από πείνα ή από σφαίρα αστυνομικού.
 Εμείς οι αναρχικοί, ναι, κάτι κάνουμε. Μαζεύουμε ρούχα για τους μετανάστες, κάνουμε πορείες για τους φυλακισμένους που ζουν σε άθλιες συνθήκες… Πρόσφατα είχαμε πάει έξω από τις γυναικείες φυλακές στον Κορυδαλλό. Οι κρατούμενες ακούγανε εμάς να φωνάζουμε συνθήματα και είχαν βγάλει τα χέρια τους έξω από τα κάγκελα και φώναζαν κι αυτές. Εγώ είχα βάλει τα κλάματα. Σκεφτόμουνα πόση χαρά είχαν πάρει που κάποιος ήταν έξω εκείνη τη στιγμή και φώναζε γι’ αυτές.
 Τους μπάτσους τους μισώ. Τους έχω δει να πιάνουν αθώα παιδιά σε πορείες και να τα ενοχοποιούν. Θυμάμαι έναν φίλο ο οποίος κατέβηκε σε μια πορεία μόνο και μόνο για να δει μια γκόμενα που θα κατέβαινε κι αυτή. Και γίνονται επεισόδια και αρχίζουν όλοι να τρέχουν. Αυτός ήταν σε φάση «Μα γιατί να τρέξω; Αφού δεν έχω κάνει τίποτα». Και τον πιάνουνε, αυτός άνετος «ρε παιδιά τι γίνεται;». Και του λένε «πέσε κάτω ρε!», του δένουν τα χέρια, του δίνουν μια τσάντα, του βάζουν μέσα 10 πέτρες, τρία μπουκάλια και ένα σφυρί και του λένε «έκανες αυτό κι αυτό»! Άντε τώρα να αποδείξει αυτός ότι είναι άσχετος. Ακόμα τραβιέται στα δικαστήρια.
 Δεν μπορείς να είσαι άνθρωπος και να είσαι ΜΑΤατζής. Δεν μπορείς να πιάνεις ένα 15χρονο κοριτσάκι και να το πλακώνεις στο ξύλο.

Ακόμα και πέτρα να σου ‘χει πετάξει. Εσύ φοράς πανοπλία, ασπίδα, κράνος – άντε να σου κάνει καμιά γρατζουνιά. Ούτε δέχομαι ότι οι ΜΑΤατζήδες είναι παιδιά του λαού που έχουν ανάγκη από δουλειά. Το να δέρνεις τον κόσμο δεν είναι δουλειά.
 Όχι, δεν χαίρομαι όταν ο «Επαναστατικός Αγώνας» πυροβολεί και σκοτώνει ένα μπάτσο. Αλίμονο! Είναι σαν να πέφτεις στο ίδιο επίπεδο με τους δολοφόνους σου.
 Η σκέψη που επικρατεί ότι οι αναρχικοί είναι παιδιά διαλυμένων οικογενειών και πρεζάκηδες είναι λάθος. Εδώ υπάρχουν και αναρχικοί που είναι παιδιά μπάτσων! Εγώ ξέρω τουλάχιστον δύο. Στα επεισόδια πετάνε κι αυτοί πέτρες εναντίων των μπάτσων. Απλά προσέχουν πιο πολύ, γιατί άμα σε πιάσουν και είσαι παιδί μπάτσου, θα τη βάψεις και εσύ και ο πατέρας σου.
 Δεν καπνίζω, δεν πίνω, δεν παίρνω ναρκωτικά. Λυπάμαι που δεν μπαίνω στην στατιστική των «χαμένων παιδιών». Οι γονείς μου είναι μεσοαστοί, ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί. Ξέρουν ότι έχω μπει στον αναρχικό χώρο. Ο πατέρας μου βρίσκει ότι όλα αυτά είναι μια υγιής αντίδραση. «Κάν’ τα τώρα που μπορείς», μου λέει, «γιατί μετά θα προσαρμοστείς». Η μητέρα μου ανησυχεί όποτε πάω σε πορεία. Θέλει να έχω 100% συνείδηση του τι κάνω, να μην το κάνω επειδή το κάνουν οι άλλοι. Αλλά έχει δεχτεί τους φίλους μου που είναι όλοι σχεδόν αναρχικοί. Τους φέρνω σπίτι, μας μαγειρεύει η γιαγιά μου.
 Για μένα η Άνοιξη ήρθε τον Δεκέμβρη. Ήταν αυτό που εγώ λέω «δημιουργική καταστροφή». Το «δημιουργικό» είναι αυτά που ακολούθησαν. Καμιά φορά η καταστροφή είναι μια νέα αρχή. Είναι η αφορμή για να σκεφτείς. «Γιατί τα σπάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι;», «Γιατί κάνει πλιάτσικο ο μετανάστης;», «Πού ήταν κρυμμένη όλη αυτή η οργή;»

 Μετά τον Δεκέμβρη πολύς κόσμος μπήκε στη λογική της αυτοοργάνωσης. Σε πολλές γειτονιές της Αθήνας φτιαχτήκανε αυτόνομες συνελεύσεις. Δεν μιλάω για αναρχικούς, αλλά για κατοίκους που πήραν την τύχη της γειτονιάς στα χέρια τους. Δεν χρειάζεται να έχουμε τον τάδε δήμαρχο, τον τάδε πρόεδρο, να ψηφίζουμε και μετά να περιμένουμε. Το κάνουμε μόνοι μας! Όπως οι κάτοικοι της Κυψέλης που δεν άφησαν τον δήμαρχο να κάνει το πάρκο τους πάρκινγκ.
 Όσοι νομίζουν ότι ο Δεκέμβρης ξεχάστηκε, είναι γελασμένοι. Θα ξαναγίνει αυτό που έγινε και θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Απ΄ τη μια χαίρομαι, απ’ την άλλη δεν είμαι σίγουρη. Καλό είναι τη δεύτερη φορά να μην είναι εξέγερση, αλλά επανάσταση. Να υπάρχει δηλαδή κι ένα όραμα.